Τάγκαλογκ

Τάγκαλογκ
οι, Ν
1. εθνολ. η δεύτερη μεγαλύτερη εθνογλωσσική πολιτιστική ομάδα τών Φιλιππίνων
2. φρ. «γλώσσα τάγκαλογκ»
γλωσσ. μέλος τού κεντροφιλιππινέζικου κλάδου τής μαλαιοπολυνησιακής γλωσσικής οικογένειας, που αποτελεί και τη βάση τής Πιπιλίνο, μια από τις τρεις επίσημες γλώσσες τών Φιλιππίνων μαζί με την Ισπανική και την Αγγλική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική …   Dictionary of Greek

  • λαουάν — το ξύλο διαφόρων ειδών διπτεροκαρπιδών τών Φιλιππίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < lawaan, στη γλώσσα Ταγκαλόγκ τών Φιλιππίνων] …   Dictionary of Greek

  • σαλανγκάνα — η, Ν ζωολ. κοινή ονομασία γένους εξωτικών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. salangane < salangan, λ. τής γλώσσας Ταγκαλόγκ …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιγκορότ — Πρωτόγονος λαός των Φιλιππίνων, ιδιαίτερα διαδεδομένος στη νήσο Λουσόν. Το όνομά τους στη γλώσσα Ταγκαλόγκ σημαίνει ορεσίβιος. Από σωματική άποψη, παρουσιάζουν τον κλασικό ινδονησιακό σωματότυπο, αν και έχουν μέσο ή και χαμηλό ανάστημα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”