- Τάγκαλογκ
- οι, Ν1. εθνολ. η δεύτερη μεγαλύτερη εθνογλωσσική πολιτιστική ομάδα τών Φιλιππίνων2. φρ. «γλώσσα τάγκαλογκ»γλωσσ. μέλος τού κεντροφιλιππινέζικου κλάδου τής μαλαιοπολυνησιακής γλωσσικής οικογένειας, που αποτελεί και τη βάση τής Πιπιλίνο, μια από τις τρεις επίσημες γλώσσες τών Φιλιππίνων μαζί με την Ισπανική και την Αγγλική.
Dictionary of Greek. 2013.